μολυβδίδα

μολυβδίδα
η (Α μολυβδίς και μολιβδίς, -ίδος) [μόλυβδος]
το μολύβδινο τεμάχιο που προσαρμόζεται στην άκρη τής ορμιάς ή στα δίχτια για να επιτυγχάνεται η καταβύθιση, η μολύβδαινα
νεοελλ.
1. το μολυβδοκόνδυλο, το μολύβι γραφής
2. το λεπτό κυλινδρικό τεμάχιο γραφίτη που υπάρχει μέσα στο μολύβι γραφής
μσν.
είδος βασανιστήριου οργάνου
αρχ.
1. τεμάχιο μολύβδου
2. μολύβδινη σφαίρα που έριχναν με σφεντόνα
3. η στάθμη τών χτιστών
4. βάρος που ισοδυναμούσε με επτά μνας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • μολυβδίδα — μολυβδίς leaden weight fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μολυβίς — μολυβίς, ίδος, ἡ (Α) [μόλυβος] μολυβδίδα …   Dictionary of Greek

  • μολυβδίς — μολυβδίς, ίδος, ἡ (Α) βλ. μολυβδίδα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”